Κάποτε ένας φτωχός Σκωτσέζος αγρότης, ενώ καλλιεργούσε το χωράφι του, άκουσε τη φωνή ενός παιδιού που κλαίγοντας ζητούσε βοήθεια.
Αμέσως παράτησε τα εργαλεία του κι έτρεξε προς το μέρος ενός βούρκου, απ’ όπου προέρχονταν οι φωνές.
Τι να δει;
Ένα τρομοκρατημένο αγόρι, βυθισμένο κιόλας μέχρι τη μέση στη λάσπη, πάλευε μάταια να ελευθερωθεί ουρλιάζοντας.
Χωρίς αργοπορία ο αγρότης έσωσε το αγόρι, που σίγουρα θα πέθαινε αργά και βασανιστικά.Την επομένη, μια φανταχτερή άμαξα με δύο άλογα σταμάτησε μπροστά από την αγροικία του.
Κατέβηκε ένας καλοντυμένος ευγενής κύριος, που του συστήθηκε ως ο πατέρας του αγοριού που είχε σώσει ο αγρότης.